διασπᾰράσσω
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [pas. aor. ind. διεσπαράσθη anón. mit. en PMich.Renner 1.2.5, part. διασπαραγείς Basil.Hex.8.3 (p.444)]
1 c. ac. de cosa romper, destrozar
χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσειcon las manos rompe los arneses del carro A.Pers.195
•desgarrar, rasgar
ἔχιδνα ... τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξειE.Fr.383.5,
(τὸν χιτωνίσκον)I.AI 2.35, en v. pas.
χλαμύδος ἥμισυ διεσπαραγμένης παλαιᾶςCom.Adesp.1084.25
•en v. med.-pas. desgarrarse, romperse
χοιράδι πέτρᾳ ... ἐνσχεθὲν διεσπάρακταιse enganchó en un escollo y se ha roto (la red), Hld.5.18.4.
2 medic. dilatar a la fuerza
τὴν μήτρανSor.136.11.
3 c. ac. de pers. o anim. despedazar, descuartizar c. resultado de muerte:
a) c. suj. de anim.
ἐπηνέχθησαν αὐτῇ καὶ ... πᾶσαν διεσπάραξαν (αἱ κύνες)Parth.10.3, la hembra del cocodrilo a sus crías, Plu.2.982d,
οἱ δὲ λύκοι ... αὐτούς (τοὺς κύνας)Vit.Aesop.G 97,
οἱ λύκοι τὰ ἀρνία2Ep.Clem.5.3,
ὁ κύων ... τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήνAesop.268,
οὐ μόνον τὰς σάρκας διασπαράττει ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ ἐνίοτε κατάγνυσινAët.13.3, en v. pas.
τοῖσδε ... διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέληEub.14.3,
διασπαραγὲν (τὸ θήραμα) τροφὴν τῷ ἑλόντι γενέσθαιBasil.l.c.,
Ἀκταίων ... ὑπὸ τῶν ἑ[α]υτ[οῦ] κυνῶνanón.mit.l.c.,
ὑφ' ὧν (λεόντων) διασπαραχθεὶς τὸν βίον ἐξέλιπενPlu.Fluu.25.4,
ΔιόνυσοςIust.Phil.1Apol.21.2, s. cont., A.Fr.451s.10.1, E. (?) en POxy.2078.1.18;
b) c. suj. de pers.
τὸν καθηγητὴν ... διασπαράττειν πρώην τῶν στρατιωτῶν ὡρμημένωνThem.Or.7.99d,
ἀλλήλους διασπαράξαι βουλόμενοιT.Sal.D.4.1, en v. pas.
ὑπὸ τῶν ΓαλατῶνMemn.8.8,
ψυχρὸν διεσπάρασσε πτῶμα ὄνυξι γύψSHell.996.7
•fig.
διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντεςLuc.Icar.21,
διὰ συκοφαντίας τὸν λόγονGr.Nyss.Eun.1.467
•abs. desgarrar el corazón Luc.Tyr.20.