< διασπάραξις
διασπᾰράσσω >
διασπᾰρακτός
,
-ή, -όν
despedazado
,
destrozado
del cuerpo de Penteo
, E.
Ba
.1220
•
troceado
,
descuartizado
διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν
Ael.
NA
12.7.