διασπουδάζω
1 poner todo su empeño, afán o atención c. or. final
καλῶς οὖν ποιήσεις ... [δια]σπουδάσας ὅπως ...PSI 347.4 (III a.C.) (dud.), c. prep.
οἱ περὶ τὰς ἀντιθέσεις καὶ παρισώσεις διεσπουδακότεςlos que ponen todo su afán en las antítesis y los paralelismos D.H.Lys.14.2, c. inf.
πασῶν τῶν τοῦ σώματος ἡδονῶν κρατεῖν διεσπούδακενBasil.M.31.1364B
•tb. en v. med., c. inf.
διεσπούδασται μὴ λαβεῖν ὑμᾶς (τὴν πόλιν)D.23.182,
διεσπούδαστο πάντας τοὺς ἐπισημοτάτους ἐλθεῖν ἐπὶ τὴν ἅμιλλανI.AI 15.270, c. prep.
οὐκ ἐπὶ μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετοpuso un gran empeño en cuestiones sin importancia Arr.An.7.23.8, en v. pas.
τίνος οὖν ποθ' εἵνεκα ταῦθ' οὕτω διεσπούδασται;D.23.78, cf. 20.157, Aristid.Or.12.33,
ἄλλαι ... καλαὶ πραγματεῖαι καὶ Ῥωμαίοις καὶ Ἕλλησιν εὖ μάλα διεσπουδασμέναιotras hermosas composiciones en que griegos y romanos han puesto todo su afán D.H.Orat.Vett.3.2,
καταφρονήσαντα τῶν ἄλλων ἁπάντων, ἃ τοῖς πολλοῖς διεσπούδασταιGal.1.245, cf. Lib.Ep.231.1,
τὰ διεσπ[ουδασμέ]ναlas cosas que han sido objeto de una atención especial Schubart Gr.Lit.Pap.38.99.
2 en mal sent. emplear todo tipo de argucias o métodos corruptos para el acceso a cargos públicos
διασπουδάσαντες ἀπεδείχθησανD.C.36.38.3
•tb. en v. med., D.C.52.20.3.