διασπαθίζω
hacer trizas, desbaratar, anular ref. a cargos
τὴν πολίαρχον ἐξουσίανLyd.Mag.2.19, cf. Gloss.2.53, en v. pas.
πολλοῖς καὶ μὴ συμφωνοῦσιν ἄρχουσι διασπαθιζόμενοιLyd.Mag.1.36.
τὴν πολίαρχον ἐξουσίανLyd.Mag.2.19, cf. Gloss.2.53, en v. pas.
πολλοῖς καὶ μὴ συμφωνοῦσιν ἄρχουσι διασπαθιζόμενοιLyd.Mag.1.36.