διασπαθάω


1 c. ac. de cosa (bienes, dinero, etc.) dilapidar, despilfarrar, derrochar πολλὰ τῆς οὐσίας διασπαθήσας Plu.Cic.27, τὰ ἐμά PMil.Vogl.229.17 (II d.C.), (κέρμα) PSakaon 48.20 (IV d.C.), χρήματα πολλά D.C.79.12.2 (p.463), τὴν οὐσίαν Chrys.M.62.53, cf. 201, διασπᾶν (l. prob. διασπαθᾶν) τὰς οὐσίας αὐτῶν ὥστε ἄποροι τελευτᾶν Iust.Nou.38 proem.1, cf. Hsch., Phot.δ 443.

2 c. ac. de pers., en v. med. saquear, desvalijar μὴ ὀρθῶς ἀναστραφέντες διεσπαθήσαντό με POxy.71.2.12 (IV d.C.).