διασκύλλω
1 distorsionar, falsear
τῷ τῆς κακοδοξίας νόμῳ τοῦτο διασκύλαντεςMac.Magn.Apocr.3.43 (p.151.7).
2 agobiar, importunar
τὸν βασιλέαPall.V.Chrys.5.51,
πατέρων πλῆθοςCyr.Al. en ACO 1.1.2 (p.104.8), en v. pas. Sud.ψ 130.
τῷ τῆς κακοδοξίας νόμῳ τοῦτο διασκύλαντεςMac.Magn.Apocr.3.43 (p.151.7).
τὸν βασιλέαPall.V.Chrys.5.51,
πατέρων πλῆθοςCyr.Al. en ACO 1.1.2 (p.104.8), en v. pas. Sud.ψ 130.