< διασκορπιστής
διασκύλλω >
διασκορπιστικός
,
-ή, -όν
que elimina
o
disuelve
οἱ ἐν νενήμῳ (περίπατοι) ... διασκορπιστικοὶ τῶν περιττωμάτων
Antyll. en Orib.6.21.30.