διασκέπτομαι
1 mirar detenidamente, inspeccionar, examinar atentamente
(οἶνον)E.Cyc.557,
ἅπαντα ... καλῶςAr.Th.687,
τὰς ἐπιστολάςD.H.5.8,
αὐτῶν μίαν (νῆσον)Philostr.VA 7.25
•vigilar c. or. complet.
διασκεψάμεναι μὴ ὁρῶνται ὑπό τινοςX.Cyn.9.3.
2 considerar con cuidado, estimar, indagar
νόμουςHdt.3.38,
πάνταHp.Acut.(Sp.) 22,
τὸν λόγονPl.R.351a,
τὰ δίκαιαX.HG 3.1.24,
θάτερον μέροςAristox.Harm.25.7,
τὰ μέρηPh.1.471,
τά τ' ἄλλα περὶ ἐχθρῶνPlu.2.86c, c. interr. ind.
περὶ ἧς εἰ φαύλως ἢ μὴ φαύλωςArist.Pol.1272a26,
πῶς πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς τυγχάνουσιν ἔχοντεςAnaximen.Rh.1436b18,
πρὸς ἐμαυτὸν ... πῶς ἄν ...I.AI 11.334, cf. Phld.Mus.4.38.1, Gr.Naz.M.37.816A, IEphesos 1324.12 (VI d.C.)
•abs. recapacitar, reflexionar
πρὸς ἑαυτόνPl.Chrm.160e,
(αὐτὰ) περὶ ὧν διεσκέπτετο μὴ παραλιπεῖνPlu.2.119b,
ἐπέχειν δὲ ἔτι καὶ διασκέπτεσθαιLuc.VH 2.18, cf. Vit.Auct.27, PLond.1912.71 (I d.C.), S.E.M.7.10, A.Andr.Gr.46.8.