διασκευάζω


I tr.

1 preparar, disponer τὰ πρὸς τὰς βασάνους ὄργανα Plb.15.27.9, ἡμᾶς ἐπὶ τὴν πρᾶξιν Plu.2.596e, en v. pas. τὰ ὑπ' αὐτοῦ διεσκευασμένα PTeb.24.32 (II a.C.), κλίμακας ἐς εἴδη πάντα διεσκευασμένας App.BC 5.36
en v. med. mismo sent. τἆλλα διασκευάζοντο ὡς ἐς πλοῦν Th.4.38, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν D.29.3, μυρίον εἶδος ... διεσκεύαστο Hld.1.1.6.

2 de la obra escrita arreglar, reelaborar, revisar Ἡσίοδος μὲν οὖν οὕτω πως διασκευάζει τὸν μῦθον Str.14.1.27, cf. 1.2.23, τὸ δρᾶμα καθάπερ ἐπὶ σκηνῆς τῷ λόγῳ Hld.2.23.5, cf. D.S.1.5, Aristeas 311, Hermog.Inu.2.7 (p.122), en v. pas. ἡ διήγησις δ' ἡ πρὸς τὸν Εὔμαιον ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως διασκευασθεῖσα Str.13.1.36, τὸ μὲν ὅλον βιβλίον ἐκ πολλῶν διεσκεύασται Gal.15.10, cf. Ath.663c, Sch.Ar.Nu.553
expresar de palabra en v. pas. ἀνθρωπικῶς ὑπὸ τοῦ λόγου διεσκευάσθη fue expresado con un lenguaje humano por la Escritura Gr.Nyss.Apoll.229.18.

3 arreglar, vestir, disfrazar τὸν μὲν ... βασιλικῶς διεσκεύασεν Luc.Nec.16, en v. pas. τὴν θεὸν διεσκευασμένην καταπληκτικῶς εἰς ὄχλων δεισιδαιμονίαν D.S.4.51, ἄνδρες ... εἰς Σατύρους ... διεσκευασμένοι Plu.Ant.24, λῃστρικῶς διασκευασάμενος D.H.1.42.

II intr., en v. med.

1 prepararse, dotarse de medios πρὸς ὀλίγους δικαστάς X.Ath.3.7, πρὸς τὸν δῆμον Din.1.70.

2 en cont. milit. equiparse, armarse, hacer los preparativos para el combate ὡς εἰς μάχην X.HG 4.2.19, πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.5.76.1, πρὸς τὰ τείχη D.9.61, τοῖς ὑπάρχουσιν ὅπλοις Aen.Tact.26.1, cf. Arist.Pr.948a8, I.BI 7.402, Plu.Cam.27, Oth.3.