διασκευαστικός, -ή, -όν
1 que utiliza la ornamentación
σχῆμαEust.169.31.
2 adv. -ῶς ornamentalmente, con elaboración ornamental
ὑπογράφεινEust.1305.53,
διδάξαιEust.599.8, cf. 1900.48.
σχῆμαEust.169.31.
ὑπογράφεινEust.1305.53,
διδάξαιEust.599.8, cf. 1900.48.