< διασιλλαίνω
Διάσιον >
διασιλλόω
burlarse de
,
ridiculizar
διαμωκᾶσθαι καὶ δ. αὐτήν
D.C.59.25.4, cf. 77.11.1, Poll.9.148, Phryn.
PS
64, Hsch.