διασιλλαίνω


1 mofarse, burlarse de τὰ τῶν ἄλλων Luc.Lex.24, αὐτόν Amel.Ep. en Porph.Plot.17, με Alciphr.3.26.1, πράγματα καὶ δόγματα Iambl.Protr.21, cf. Eun.VS 491.

2 estar disgustado Phot.δ 438.