διαρροΐζομαι


medic. padecer diarrea ὁ δὲ χυλὸς μετὰ ῥοδίνου ... ἐν ποτῷ δίδοται καὶ διαρροϊζομένοις καὶ δυσεντερικοῖς Dsc.4.88, cf. Arr.Epict.4.10.11, Gal.8.397, cf. 6.478, 597, Alex.Aphr.Pr.1.98, Hippiatr.Paris.547, 1133.