< διαπύημα
διαπυητικός >
διαπύησις
,
-εως, ἡ
medic.
supuración
Hp.
Prog
.7 (
bis
),
Prorrh
.2.15, Sor.56.12, Archig. en Gal.12.976, Gal.8.234, 12.974, Aët.8.48.