διαπυητικός, -ή, -όν
que provoca la supuración
δύναμιςGal.11.712,
φάρμακονGal.11.729, Orib.14.37.6
•neutr. plu. subst.
τὰ διαπυητικάlos abscesos de pus Gal.11.766.
δύναμιςGal.11.712,
φάρμακονGal.11.729, Orib.14.37.6
τὰ διαπυητικάlos abscesos de pus Gal.11.766.