διαπήδησις, -εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Nat.Puer.21]
filtración, medic. trasudación de grasa, Hp.l.c.,
κατὰ ... τὴν καλουμένην διαπήδησιν αἱμορραγίαι γίνονταιGal.10.311,
αἷμα προχεῖται κατὰ διαπήδησινPaul.Aeg.4.30,
δ. τοῦ αἵματοςGal.7.234, Sor.15.32, cf. 18.34
•gener. filtración
δ. ὄμβρων ἢ χιόνωνGr.Nyss.Hex.M.44.68A.