< διαπήδησις
διάπηξ >
διαπηνηκίζω
engañar
,
disimular con artificio
,
disfrazar
τοῦτον μὲν καλῶς διεπηνήκισας λόγον
Cratin.304, cf. Paus.Gr.
δ
12, Hsch., Phot.
δ
406.