διαπάσσω
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [aor. inf. διαπάσαι Hp.Morb.2.18]
I espolvorear, esparcir c. gen. y ἐς c. ac.:
ἐς τὰς τρίχας διαπάσας τοῦ ψήγματοςHdt.6.125, c. dat.
ἁλσὶ λεπτοῖσι διαπάσαιHp.l.c.
•c. ac. y dat.
(τοὺς δασύποδας) ἁλσὶ διαπάττεινAlc.Com.17,
σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόνEub.125,
(τὸν σῖτον) τῇ γῇ τῇ ΧαλκιδικῇIG 12.Suppl.644.17 (Cálcide II a.C.).
II en v. med.-pas.
1 ser moteado de moluscos
χρῶμα μέλανι διαπεπασμένονArist.HA 526a12,
καὶ ἄλλα πυρρὰ διαπεπασμέναy otras partes moteadas de rojo de los cangrejos, Arist.HA 527b30.
2 ser reducido a polvo, desmenuzado
ἡ διαπαττομένη γῆ ... ξηραίνειThphr.CP 5.18.3, cf. HP 8.11.7.