διαπασσᾰλεύω
• Alolema(s): át. -τταλ-
sujetar con clavos, clavar como suplicio
ἄνδρα ... ζῶντα πρὸς σανίδαHdt.7.33,
τὸ δέρμαPlu.Art.17,
ἥλῳ ... τὰ στήθηSch.A.Pr.64bH., en v. pas.
διαπατταλευθήσει χαμαίserás clavado en tierra Ar.Eq.371.