διαπλατύνω
1 intr. ensanchar, de pers. engordar
τροφὴν ... τὴν διαπλατύνουσαν τῷ σίτῳX.Lac.2.6
•en v. med. ensancharse una construcción
ἄνωθενLXX Ez.41.7.
2 tr. aplastar, aplanar una masa
διαπλατύνας (ποίησον) τετράγωνονChrysipp.Tyan. en Ath.648a.