διαπλαστικός, -ή, -όν
1 capaz de tomar forma o ser formado
αἱ τῶν ἐμβρύων διαπλαστικαὶ φύσειςAlcin.178.35.
2 que configura o da forma
δύναμιςGal.2.15, Alex.Aphr.Pr.2.47,
δύναμις ... κινητική τε καὶ δ.Gal.4.611, cf. 642,
ἡ δ. τοῦ κηροῦ ἐνέργειαSimp.in Ph.445.28,
γένεσιςPhlp.in GA 80.10,
οἱ φυσικοὶ λόγοιPhlp.in de An.13.28
•subst. ἡ δ. modelación, conformación del feto, Orib.Inc.8.2.