διαπλανάω
I
πλεονάκις ἀπῃτ[η]μένος τὸν πυρὸν οὐκ ἀπ[οδέ]δωκεν μέχρι τοῦ νῦν δ[ια]πλανῶν με ἀεί τινας ὑπερβολὰς ποιούμενοςPUniv.Giss.1.11, cf. PMonac.52.13, PStras.781.11 (todos II a.C.), c. ac. e inf.
τὰς κύνας τῆς τῶν θηρίων ὀσμῆς ἐπιλαβέσθαιPlu.2.917e
•abs. confundir, embrollar, liar las cosas
ὀφείλοντές μοι κατ' οὐδὲν ἐπιστρέφονται ἀποδῶναί μοι διαπλανῶντες καὶ ὑπερτιθέμενοιBGU 36.7 (II d.C.), cf. PMich.Teb.228.15, CPR 15.8.17 (ambos I d.C.),
τὰ διαπλανᾶν δυνάμεναlas cosas que pueden inducir a error Arr.Epict.1.20.11
•en v. pas. ser inducido a error, dejarse despistar o engañar, PBremen 12.13 (II a.C.),
ὑπὸ τῶν σοφιζομένωνArr.Epict.1.7.12,
τοῖς σωματικοῖς αἰσθητηρίοις περὶ τὴν τοῦ καλοῦ κρίσινGr.Nyss.Mort.48.2.
2 distraer, divertir, entretener
αὐτήνProteu.6.1.
II en v. med.-pas. extraviarse, andar errante
διεπλανῶντο ζητοῦντεςD.S.18.21, c. ac. de tiempo
τρεῖς δὲ ἡμέρας ... διαπλανηθείςD.S.17.116
•errar, equivocarse
περί τινα λέξεις ἢ διεσφάλησαν ... ἢ διεπλανήθησανCChalc.(451) Act.1.648.