διαπλακόω
pavimentar, fig. alfombrar
ἔνθεν ἡ ἀφθαρσία καὶ ἡ ἀπάθεια διαπλακούτω τὸν οἶκονGr.Nyss.Hom.in Eccl.325.5, en v. pas.
ἀφθαρσία καὶ δικαιοσύνη δι' ὧν ἡ πνευματικὴ ὁδὸς διαπλακοῦταιGr.Nyss.Hom.in Cant.332.1.
ἔνθεν ἡ ἀφθαρσία καὶ ἡ ἀπάθεια διαπλακούτω τὸν οἶκονGr.Nyss.Hom.in Eccl.325.5, en v. pas.
ἀφθαρσία καὶ δικαιοσύνη δι' ὧν ἡ πνευματικὴ ὁδὸς διαπλακοῦταιGr.Nyss.Hom.in Cant.332.1.