διαπιστέω


1 intr. desconfiar c. dat. εἴ τις ἐμοὶ διαπιστεῖ D.19.324, ἀλλήλοις Arist.Pol.1314a17, τοῖς περὶ τὸν Εὐμένη Plb.30.30.5, τῇ τύχῃ Plb.1.35.2, τοῖς λεγομένοις Plb.3.52.6, 4.8.12, cf. Chrys.M.59.142, ἀνθρώποις Plu.2.1123d, cf. 938c, abs., Plb.1.78.5, PSI 377.9 (III a.C.), Aps.p.287, tb. en v. med. τὸ πολὺ μέρος τῶν ἀνθρώπων διαπιστούμενον Plb.18.46.7.

2 tr. no creer τοῦτο Arist.Diu.Som.462b20 (cód.), c. or. complet. διαπιστοῦντες, εἴ τις ἄνθρωπος ... δύναται Ph.2.387
en v. pas. ser increíble προστιθέασι γὰρ τῷ διαπιστουμένῳ πολλῷ παραδοξότερα pues añaden cosas demasiado sorprendentes a lo que ya es muy increíble D.S.3.36, ἡ ἀνάστασις ἂν διηπιστήθη Chrys.M.57.458.