διαπετάννυμι
• Morfología: [aor. διεπέτασα Ar.Lys.732, Arist.HA 541b5, LXX Ps.87.10; perf. διαπεπετακώς D.S.17.115, v. med. διαπέπ[τ]ανται Pi.Fr.70b.4, part. διαπεπετασμένον D.S.17.10]
extender, abrir, desplegar
(ἔρια) ἐπὶ τῆς κλίνηςAr.l.c., cf. 733,
τὰς πλεκτάναςdel pulpo, Arist.l.c.,
ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγαςD.S.17.115, cf. LXX 3Re.6.27,
τὸ ἐπικάλυμμαLXX 2Re.17.19,
τὸν κόλπονI.BI 5.327,
τὰς πύλαςGr.Nyss.Steph.1.90.1, cf. Hom.in Cant.53.6, en v. pas., Pi.l.c.,
λεπτὸν ἀράχνης ὕφασμά τι διαπεπετασμένονD.S.17.10
•frec. en el AT extender, tender τὰς χεῖρας en señal de súplica
διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μουLXX Ps.87.10,
εἰς τὸν οὐρανόνLXX 3Re.8.22, cf. 38, 54, To.3.11S, La.1.17.