< διαπεταγμός
διαπετάννυμι >
διαπετάζω
1
extender
χεῖρας
Ps.Caes.218.622.
2
extender
,
esparcir
,
aventar
(τοὺς κούφους) διαπετάζει εἰς καῦσιν αἰώνιον
Ps.Caes.207.9.