< διανάπαυμα
διαναπαύω >
διανάπαυσις
,
-εως, ἡ
interrupción
,
descanso
,
pausa
Arist.
Spir
.485
a
20, D.P.
Au
.1.1, Gal.6.197, 9.145, S.E.
M
.11.155, c. gen.
τῆς πορείας
Diocl.
Fr
.142.