διαναπαύω


I tr.

1 c. ac. de pers. dar un respiro, dejar descansar αὐτόν Pl.Plt.257c, (τοὺς ἀνθρώπους) ἐν ταῖς ἀπὸ ταύτης ἡδοναῖς Arist.Pol.1339b30, τὴν δύναμιν Plb.5.6.6, 10.29.1, τὸν στρατόν Plu.Flam.4, cf. Ant.38, D.S.13.79, Str.11.8.5, 15.2.7, I.BI 5.23, Hld.10.1.2, ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἔργων ἡμῶν LXX Ge.5.29, τὴν παῖδα Luc.Tox.52, ἑαυτόν Philostr.Iun.Im.2.3, σε Pall.H.Laus.21.4.

2 c. ac. de abstr. interrumpir, hacer cesar, dar descanso a τὸ συνεχὲς τοῦ μεταξὺ πλοῦ διαναπαῦσαι interrumpir la continuidad de la navegación Luc.Am.7, δ. τὴν ταυτότητα romper la monotonía D.H.Comp.12.10, τὰς ... σπουδὰς ... ταῖς παιδιαῖς Ael.VH 12.15, τοὺς πόνους Gr.Naz.M.36.368A, τὸν θυμὸν αὐτῶν Chrys.M.59.280, cf. Gr.Nyss.Pss.144.15
c. gen. τῶν πόνων Plu.2.726d, τοῦτον καμάτου διαναπαύσας Eus.LC 68 (p.209).

3 c. ac. de n. concr. asentar, posar, depositar τὴν λάρνακα Eus.VC 4.70.2, en v. pas., de un cadáver, Eus.VC 4.60.3.

II intr. hacer una interrupción, detenerse, descansar τὸ δ. εὐθύς, ἄκοπον Hp.Aph.2.48, cf. Epid.6.12.2, οὐδαμοῦ γὰρ διαναπαύσας Aristid.Or.51.17, cf. Plu.2.136d
en v. med. mismo sent. διαναπαύεσθαι πυκνά el hacer frecuentes interrupciones Pl.Lg.625b, οὕτω γὰρ ἂν ... τὸ κοπιῶν τοῦ σώματος ... διαναπαύοιτο μάλιστα Hp.Salubr.7, cf. Epid.5.22, ἐὰν διαναπαυσάμενοι παλαίωσι Arist.Pr.867a8, ἵνα μηδένα χρόνον οἱ πολέμιοι διαναπαύσαιντο D.H.6.29, cf. Ph.2.493, διαναπαυόμενος τὰς ἱερὰς ἑβδομάδας tomándose un descanso el sagrado día séptimo Ph.2.197, cf. D.P.Au.3.22, Porph.Marc.4.