< διανομή
διανομοθετέω >
διανομία
,
-ας, ἡ
distribución
,
reparto
τὴν ἐπὶ πλεῖστον αὐτοῖς διανομίαν μηχανώμενος
Thdt.M.80.1988C (quizá f.l. por διανομήν).