διανομοθετέω
dictar leyes, legislar c. ac. int.
τοὺς νόμουςPl.Lg.628a
•establecer como ley c. ac. int.
ἐκεῖνόν τε (τὸν νόμον) διενομοθέτησε καὶ ἕτερον τοιόνδεD.C.36.40.1, cf. Pl.Lg.833e.
τοὺς νόμουςPl.Lg.628a
ἐκεῖνόν τε (τὸν νόμον) διενομοθέτησε καὶ ἕτερον τοιόνδεD.C.36.40.1, cf. Pl.Lg.833e.