διανθέω
1 volver a florecer
στεφάνους ... μυρτίνους ἢ τῶν †διηνθημένων†Eub.104.2,
τὰ δένδρα εὐσθενήσαντα διανθεῖSch.Arat.1068.
2 en v. med., de un vino ser oloroso
τούτου (οἴνου) διηνθημένουThdt.M.81.1693C.
στεφάνους ... μυρτίνους ἢ τῶν †διηνθημένων†Eub.104.2,
τὰ δένδρα εὐσθενήσαντα διανθεῖSch.Arat.1068.
τούτου (οἴνου) διηνθημένουThdt.M.81.1693C.