διαμάχησις, -εως, ἡ
combate, acción de combatir o reducir una enfermedad
οὐ γὰρ ἐπεγείρεται εἰς διαμάχησιν τοῦ νοσήματος ἡ τοιαύτη δύναμιςGal.9.748, cf. Aët.5.24.
οὐ γὰρ ἐπεγείρεται εἰς διαμάχησιν τοῦ νοσήματος ἡ τοιαύτη δύναμιςGal.9.748, cf. Aët.5.24.