διαμείβω
I c. idea de reciprocidad
1 cambiar, trocar algo por algo c. dif. constr.: c. ac. y gen.
Ἀσιήτιδα γαῖαν Εὐρώπας διαμείψαςE.IT 397,
ἀργυρίου τὸν σῖτον διήμειβεAst.Am.Hom.9.9.3
•c. ac. y πρός c. ac.
νόμισμα τε πρὸς τὰ ἄλλα καὶ αὐτὸ πρὸς αὐτὸ διαμείβοντεςPl.Plt.289e,
πρὸς ἐκεῖνο διαμείβει τὴν φύσινDam.in Prm.396
•en v. med. mismo sent. c. dif. constr.: c. ac. y gen.
οὐ διαμειψόμεθα τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτονSol.4.10, cf. Thgn.316,
χρύσεα χαλκείων διαμείβεσθαιPl.Smp.218e, cf. Plu.2.1063f,
τὴν μὲν Αἴαντος ... ψυχὴν ... διαμείψασθαι ... φύσιν λέοντοςPlu.2.739f,
ἄθλων πόνους διαμείβεταιVett.Val.332.10, c. ac. y ἀντί c. gen.
ἐὰν ... ὁτιοῦν ἀνθ' ὁτουοῦν διαμείβηταιPl.Lg.915e.
2 intercambiar c. ac. plu.
διήμειψαν τὰς οἰκίαςI.BI 1.122
•tb. en v. med. c. ac. plu.
διαμειβόμενοι τοὺς αἰχμαλώτουςD.H.3.34
•intercambiar con alguien c. dif. constr.: c. ac. plu. y πρός c. ac. de pers.
διημείβετο πρὸς αὐτὸν τὰ ἱμάτιαPlu.Cim.10, c. ac. y dat. de pers.
οἱ Ἀθηναῖοι διημείβοντο τοῖς Σπαρτιάταις τὴν τάξινPlu.Arist.16.
3 en v. med. recompensar por una acción militar, D.C.56.6.3.
II sin idea de reciprocidad
1 indicando variación interna cambiar, variar c. ac.
διά τε χρόα φανὸν ἀμείβεινParm.B 8.41, c. ac. int.
διαμείβουσιν μεταβολήνexperimentan un cambio Dam.in Prm.392
•abs. cambiar de parecer Hdt.9.108, c. dat.
τέτρασι γὰρ μοίρῃσι ... διαμείβεται αἰώνpues el tiempo cambia en cuatro estaciones Q.S.10.341.
2 indicando movimiento espacial llegar al fin, atravesar, recorrer
διαμεῖψαι ... στυγερὰν ὁδόνA.Th.334,
λιμένος διὰ χῶρον ἀμείβεινatravesar la zona del puerto Opp.H.5.495,
μυχοῦ διαμείψαμεν ὕδωρOrph.A.1066,
τὰ ὄρη τὰ Ἰλλυριῶν διαμείψαντεςProcop.Goth.3.40.7
•tb. en v. med.
πολλὰ βροτῶν διαμειβομένα φῦλαA.Supp.543,
δελφινηρὸν πεδίον πόντου διαμειψάμεναιA.Fr.150,
διαμειβομένων τὰς διαποντίους ἀγοράςrecorriendo mercados de ultramar, e.e. comerciando en mercados de ultramar D.H.5.66, cf. 7.20
•alcanzar
δολιχῆς τέρμα κελεύθου διαμειψάμενοςA.Pr.285.
3 completar un período de tiempo
δεκάδας δέκ' ἐτῶν διαμείψαςCEG 477 (Ática V/IV a.C.).