διαμειδιάω
sonreír
ὁ γέρων ... διαμειδιάσας εἶπενPl.Ti.21c, cf. Plu.Alex.32, Cat.Mi.21, 2.152c, D.C.71.32.1
•fig. c. suj. abstr. sonreír, ser favorable
μνήμη ἡδονῆς διαμειδιῶσαel sonriente recuerdo de un placer Plu.2.1099e,
ἡγεμονίαPlu.Oth.1.