< διακώλυμα
διακωλυτέον >
διακώλυσις
,
-εως, ἡ
oposición
,
impedimento
τῶν ἀναιρέσεων
Pl.
R
.469e,
λόγων ἢ πράξεων
Anaximen.
Rh
.1421
b
22.