< διακωθωνίζομαι
διακώλυσις >
διακώλυμα
,
-ματος, τό
impedimento
,
obstáculo
τῶν ἔργων
Pl.
Lg
.807d,
ὅπως ἂν μηθὲν δ. γίγ[νητ]αι
SEG
21.519.15 (Acarnas IV a.C.).