διακύπτω
1 asomarse c. διά y gen.
διὰ τῆς γοργύρηςHdt.3.145,
διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδοςDiph.85,
διὰ τῆς θυρίδοςLXX Id.5.28, Luc.Asin.45, cf. LXX 4Re.9.31, Clem.Al.Paed.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat.
τῇ θυρίδιPh.1.355, c. otros giros prep.
πρὸς ταῖς θύραιςMen.Epit.536,
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπωνLXX Ps.13.2,
ἀπ' αἰθέροςPh.2.299, c. adv.
διακύψας εἴσωLuc.Asin.47
•abs. asomar la cabeza
τί διακύπτειςAr.Ec.930,
διακύψας ὄψομαιAr.Pax 78, cf. LXX Ez.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3,
τῆς γοῦν προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνονcuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse Anon.Mirac.Thecl.35.39.
2 de textos escudriñar
φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστονPh.2.300,
τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτονPh.1.470.
3 mirar, fijarse
(ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον(la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres Thdt.Ep.Sirm.34.