διακυρίττομαι
darse de cabezadas, toparse, chocarse
διακυρίττεται δεδιδαγμένῳ κριῷ(para alardear de la dureza de su cráneo), Synes.Calu.13, cf. Hsch.
•fig.
ὁ πάντα τολμῶν ... αὐτῷ διακυρίττεται τῷ θεῷSynes.Ep.41 (p.64).
διακυρίττεται δεδιδαγμένῳ κριῷ(para alardear de la dureza de su cráneo), Synes.Calu.13, cf. Hsch.
ὁ πάντα τολμῶν ... αὐτῷ διακυρίττεται τῷ θεῷSynes.Ep.41 (p.64).