διακάμπτω


1 doblarse, inclinarse διέκαμψεν ἐπ' αὐτόν LXX 4Re.4.34, tb. en v. med. (ἡ κοίλη φλέψ) ἐπὶ τὴν ῥάχιν διακαμπτομένη Gal.16.137.

2 girar, torcer Epiph.Const.Haer.59.12.2.