< διακαμμύω
διακάμπτω >
διακάμνω
esforzarse mucho
,
empecinarse
ἐλέγχει τοὺς κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον διακαμό[ν]τας
Demetr.Lac.
Herc
.1012.69.10.