< διακυκάω
διακυμαίνω >
διακυλινδέω
hacer rodar
οἱ ἄρρενες τὰ ᾠά
Arist.
HA
613
b
26,
μῆλον ... πρὸ τῶν τῆς θεραπαίνης ποδῶν
Aristaenet.1.10.27.