διακυκάω
1 revolver, mezclar en desorden
(λόγοι) οὓς οὗτος ἄνω καὶ κάτω διακυκῶν ἔλεγεD.18.111, cf. Cyr.Al.Nest.3.1 (p.57.38),
στροβίλων διακυκώντων τὸ πέλαγοςThdt.M.83.745B, cf. Agath.5.5.1,
τί τοίνυν διακυκῶν οὐ παύεται τὸν ὀρθὸν ... τῆς πίστεως λόγον;Cyr.Al.Apol.Thdt.5 (p.127.19), cf. Gr.Nyss.Eun.1.140, Hsch.
2 alterar, revolucionar, sembrar el desorden o la confusión en o entre
τὸν σύλλογονThdt.Ep.Sirm.141.38,
τὰ πάντα ... ὁ ΣατανᾶςCyr.Al.Ep. en ACO 1.1.5 (p.10.20), en v. pas.
ὥστε τοὺς πολεμίους διακυκηθῆναιAgath.4.17.7.