διακυβεύω
1 jugar a los dados
πρὸς τὸν θεὸν διακυβεύεινPlu.Rom.5,
ἀσχημόνως τὸν βίον διακυβεύουσιVit.Aesop.G 81,
οἱ διακυβεύοντεςlos jugadores de cótabo, Sch.Ar.Pax 1244c
•en v. med., Eust.1396.52.
2 fig. jugarse, arriesgar
ἔρχῃ περὶ βασιλείας καὶ τοῦ σώματος ὥρᾳ μιᾷ διακυβεύσωνPlu.2.70c, cf. 128a.