< διακυβέρνησις
διακυβεύω >
διακυβερνητικός
,
-ή, -όν
director
,
rector
c. gen.
ἡ αὐτῆς (ἀληθείας) δ. σοφία
Epiph.Const.
Haer
.77.25.3.