< διακρατέω
διακράτησις >
διακράτημα
,
-ματος, τό
1
ente que se mantiene unido
,
estructura
τί ἐστι κόσμος; ... αἰώνιον δ.
Secund.
Sent
.1.
2
medicamento que se retiene en la boca
Gal.12.268.