διακρατέω
I c. gen. o ac.
1 tener dominio pleno, poseer, ser dueño de propiedades y otros derechos, c. gen.
τῶν πατρικῶνBGU 1761.16 (I a.C.), c. ac.
τὴν κοινήν (ὀργάδα)D.H.1.79, cf. Cod.Iust.10.11.8.5
•en v. pas. ser propiedad de, pertenecer a
ὑπὸ τίνων νυνεὶ διακρατοῦνται αἱ ... (ἄρουραι)BGU 1047.2.6 (II d.C.).
2 gobernar absolutamente, tener el poder absoluto esp. c. suj. de dioses y fuerzas sobrehumanas
(τὸν Ἥλιον) τὰ ὅλα συνέχοντα καὶ διακρατοῦνταPhylarch.25,
ἀρχὴν ... διακρατοῦσαν τά τε ὄντα καὶ τὰ γιγνόμεναIambl.Myst.4.12, cf. Vett.Val.165.20, Meth.Res.2.10.5,
Ἀσσύριοι ... ἓξ γενεὰς κόσμοιο διακρατέοντες ἐν ἀρχῇOrac.Sib.4.50.
3 controlar, contener, dominar
τὴν ἀνάβασινLXX Iu.6.12,
ταῖς ἐλπίσι ... τοὺς ἐραστάςAlciphr.4.16.6, una nave, App.BC 5.88.
4 fig. dominar un saber c. gen.
ἱκανῶς διακρατήσαντας τῶν περὶ τούτων λόγωνStr.1.1.9.
II c. ac.
1 sujetar, mantener
τὰς χεῖραςI.AI 3.54,
τὰ ... διακρατοῦντα ὀρθὸν τὸν ἱστὸν σχοινίαErot.67.2, en v. pas.
διακρατεῖσθαι τὸ δέπας ὑπὸ δυεῖν Πελειάδων ὑποκειμένωνAth.492b
•fig., de argumentos mantener, afirmar
ἵνα ... διακρατήσωμεν αὐτοῦ τὸ ἑνοειδέςDam.in Prm.439.
2 mantener junto, sujetar, atar en v. pas.
τῶν ἀποτιναττομένων ὅσα μὴ ἑνώσει διακρατεῖται πάντα ἐκπίπτειPh.1.415
•fig. oprimir en v. pas.
τῶν γὰρ τῆς ψυχῆς δεσμῶν χαλασθέντων, οἷς διεκρατεῖτοPh.1.430.
3 retener
ἐν τῷ στόματι ὕδωρ θερμόνArchig. en Gal.12.585, cf. 862, en v. pas.
ὁ δὲ Καῖσαρ ... πρὸς τῶν χρήστων διεκρατεῖτο ἐν ῬώμῃApp.BC 2.8.
4 fig. conservar, mantener en cierto estado, c. pred.
ὁ θυμὸς Ἡρώδην ἄδακρυν διεκράτειI.BI 1.636, en v. pas.
τὰ σώματα ἡμῶν ἐν ἁγιασμῷ διακρατούμεναMeth.Res.1.61.3
•fig.
τὸ ἀσθενὲς ... ὑμεῖς διακρατεῖτε ὀρθοῦντεςPorph.ad Il.89.13
•mantener vivo
διεκράτησεν αὑτὸνHermipp.Hist.31, cf. Chrys.Virg.79.