< διακοσμήτειρα
διακοσμητικός >
διακοσμητής
,
-οῦ, ὁ
el que ordena
,
regulador
τῆς κτίσεως
Mac.Aeg.
Serm
.B 31.5.2,
τοῦ οὐρανοῦ
Procl.
in Ti
.1.61.3.