< διακοσμητής
διακόσμιος >
διακοσμητικός
,
-ή, -όν
ordenador
,
regulador
ἡ δ. τῶν ὅλων (δύναμις)
Iambl.
Myst
.10.6,
νοῦς
Procl.
in Ti
.1.34.25,
αἴτια
Simp.
in Ph
.287.15.