διακλείω
1 cerrar c. ac. de cosa
τὸ στόμα τοῦ ΠόντουApp.Mith.12,
ὅπλοις τὰς ἐξόδουςD.H.8.82, cf. I.AI 19.102,
τὰς ἐπὶ τὴν κώμην ὁρμὰς αὐτῶν διακλείεινI.BI 4.426
•fig. impedir
διακλείων τὰς χορηγίας τοῖς περὶ τὸν Μάθω καὶ ΣπένδιονPlb.1.82.13, las guerras, Sch.Pi.P.8.3a.
2 cerrar el paso, prohibir el acceso, estorbar c. ac. de pers. y gen. separat.
ἀπὸ τῆς χώρας τοὺς ΚαρχηδονίουςPlb.1.73.6,
με τῆς εἰσόδουD.H.11.14, cf. 9.66,
πολλοὺς ... τῆς φιλανθρωπίαςIPr.112.59 (I a.C.)
•en v. pas. ser impedido c. gen.
διακλεισθησόμενον τὸν Μόλωνα τῆς εἰς τὴν Μηδίαν ἐπανόδουPlb.5.51.10, c. inf.
διεκλείσθη ... συμμετασχεῖνI.BI 1.365.