< διακηρύσσω
διακιγκλίζω >
διακιβδηλεύω
corromper
en v. pas.
ἤρξατο φύσις ἡ τῶν ἀνθρώπων παραχαράττεσθαι καὶ διακιβδηλεύεσθαι
Sud.s.u.
Ἀδάμ
.